-
1 κατακερματίζω
A chop up, cut into pieces, freq. metaph., κ. αὐτὴν (sc. ἀρετὴν)κατὰ μόρια Pl.Men. 79c
;τὴν μίαν τέχνην εἰς πολλάς Gal.Thras.24
; κ. τὴν τέχνην εἰς μικρά fritter it away, Demetr.Eloc. 76;τὴν μουσικήν Plu.2.1142b
;τοὺς ἀγῶνας Str.4.4.2
;τὸν λόγον Gal.1.246
:—[voice] Pass., to be cut up,φαίνεται εἰς σμικρότερα κατακεκερματίσθαι ἡ τοῦ ἀνθρώπου φύσις Pl.R. 395b
;κατακεκερμάτισται.. ὡς οἷόν τε σμικρότατα Id.Prm. 144b
; κατακεκ. ἐρωτήσεσι πρὸς ἀποκρίσεις cut up into questions and answers, Id.Sph. 225b, cf. 257c, 258e, Plot.3.9.2;διήγησις εἰς μικρὰς κ. τομάς D.H.Th.9
;σύνθεσις κατακεκομμένη καὶ -ισμένη Demetr.Eloc.4
;ἄντικρυς μικρὰ καὶ -ισμένα Longin.42
; τοῦ πυρετοῦ.. κατακερματιζομένου gradually becoming slighter, Hp. Acut.(Sp.) 13: seldom in lit. sense, Porph.Marc.10 ([voice] Pass.); also, change into smaller coin, POxy.1411.12 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακερματίζω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский